Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα

См. также в других словарях:

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • επερέφω — ἐπερέφω (Α) στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»